- μαντάτο
- το(λ. λατ.), αγγελία, είδηση, νέο: Ποιος θα του πει τα κακά μαντάτα;
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μαντάτο — το (AM μανδᾱτον, Μ και μανδᾱτο και μαντᾱτο) διαταγή νεοελλ. 1. προμήνυμα («να μακρύνω απ την καρδιά τσ αγάπης τα μαντάτα, να δυσκολέψω τσ αφορμές οπού με τυραννούσι», Ερωτόκρ.) 2. ανακοίνωση, πληροφορία νεοελλ. μσν. αγγελία, είδηση, νέο («καλά… … Dictionary of Greek
μήνυμα — Φράση που περιέχει κάποια είδηση ή αγγελία. Ειδοποίηση, παραγγελία, μαντάτο. ηλεκτρονικό μ. Βλ. λ. ηλεκτρονικό ταχυδρομείο. * * * το (ΑΜ μήνυμα, Μ και μήνυμαν) ειδοποίηση μέσω κάποιου προσώπου ή εγγράφως, παραγγελία, εντολή («κατὰ τὸ μήνυμα… … Dictionary of Greek
κακαγγελία — κακαγγελία, ἡ (Α) [κακάγγελος] δυσάρεστη αγγελία, κακό μαντάτο … Dictionary of Greek
μανδάτον — μανδᾱτον, τὸ (AM, Μ και μανδᾱτο) βλ. μαντάτο … Dictionary of Greek
μαντατεύω — και μαντατεύγω (Μ μαντατεύ[γ]ω) [μαντάτο] 1. καταγγέλλω, προδίδω, μαρτυρώ 2. γνωστοποιώ, αποκαλύπτω, φανερώνω 3. μεταφέρω μήνυμα, ανακοινώνω … Dictionary of Greek
μαντατοφόρος — ο, θηλ. μαντατοφόρα (Μ μαντατοφόρος, θηλ. μαντατοφόρισσα) αγγελιαφόρος, απεσταλμένος μσν. ως επίθ. φρ. «μαντατοφόρος γραφή» επιστολή που περιέχει μήνυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαντάτο + φόρος*] … Dictionary of Greek
μουρμουρίζω — (Μ μουρμουρίζω) 1. λέγω κάτι σιγά και συγκεχυμένα, μέσα από τα δόντια μου, ψιθυρίζω 2. μεμψιμοιρώ, παραπονιέμαι, γκρινιάζω νεοελλ. 1. (για ροή νερού) παράγω ήχο υπόκωφο και συνεχή 2. προμηνύω («ταραχής η θάλασσα μαντάτο μουρμουρίζει», Σταθ.) μσν … Dictionary of Greek
νόβα — Βλ. λ. καινοφανής αστέρας. * * * (I) η εκρηγνυόμενος αστέρας, τού οποίου η λαμπρότητα αυξάνεται πρόσκαιρα μέχρι μερικές χιλιάδες φορές σε σχέση με το κανονικό της επίπεδο, αλλ. καινοφανής αστέρας. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ … Dictionary of Greek
ξαφορμίζω — 1. (στον Ερωτόκρ.) α) αποδοκιμάζω θορυβωδώς κάποιον τρελαίνοντάς τον με τις φωνές β) τρελαίνομαι («ξαφορμίζ ο νους στο ξαφνικό μαντάτο», Ερωτόκρ.) 2. (για τραύμα) σταματώ να έχω ερεθισμό, να είμαι αφορμισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐξ αφορμίζω (βλ. και… … Dictionary of Greek
χριστουγεννιάτικος — η, ο, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα Χριστούγεννα ή αυτός που γίνεται στη διάρκεια τών Χριστουγέννων (α. «χριστουγεννιάτικα έθιμα» β. «χριστουγεννιάτικα δώρα» γ. «χριστουγεννιάτικο δένδρο»). επίρρ... χριστουγεννιάτικα Ν την ημέρα τών… … Dictionary of Greek